ἀδιοργάνωτος

ἀδιοργάνωτος
ἀδι-οργάνωτος, ον,
A unorganized, Iamb.VP17.73.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδιοργάνωτος — η, ο (Α ἀδιοργάνωτος, ον) [διοργανῶ] αυτός που δεν διοργανώθηκε ή αυτός που δεν έχει καλή οργάνωση, ο ανοργάνωτος …   Dictionary of Greek

  • αδιοργάνωτος — η, ο αυτός που δε διοργανώθηκε ή δεν είναι διοργανωμένος όπως πρέπει: Η υπηρεσία είναι ακόμη αδιοργάνωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιοργάνωτον — ἀδιοργάνωτος unorganized masc/fem acc sg ἀδιοργάνωτος unorganized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιοργανώτους — ἀδιοργάνωτος unorganized masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιοργάνωτα — ἀδιοργάνωτος unorganized neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιοργάνιστος — ἀδιοργάνιστος, ον (Μ) [διοργανίζω] ο αδιοργάνωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”